- χύτρων
- χύτροςdeep holesmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυτρῶν — χύτρα earthen pot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMBO — Walafrido Straboni ab ambiendo, aliis melius a Graeco ἀναβαίνειν, i. e. ascendere, pulpitum est seu tribunal aedis sacrae, ad quod gradibus ascenditur. Paulus Warnefridus in Episcopis Mett. in Chrodegango: Construxit etiam ambonem aurô argentôque … Hofmann J. Lexicon universale
OLLA — I. OLLA apud Aegyptions. pro Numnie, quod illi Canopum vocabant. Notum certamen Sacerdotis Aegyptii, et Affyrii Prudentius Steph. Hymn. 10. v. 265. Si numen Ollis, numen et porris inest. Item, inter ritus olim nuptiale. Postridie namque nuptiarum … Hofmann J. Lexicon universale
χυτροπώλης — ὁ, θηλ. χυτρόπωλις, πώλιδος, ἡ, Α 1. πωλητής χυτρών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χυτρόπωλις σκωπτική προσωνυμία τής Αίγινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πώλης*] … Dictionary of Greek
χύτρινος — και ιων. τ. κύθρινος, ίνη, ον, Α 1. πήλινος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χύτρινος η χύτρα 3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek